- παραφρύγομαι
- παραφρύγομαι [pron. full] [ῡ], [voice] Pass., metaph.,A go into raptures, Eun.VSp.503 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφρύγομαι — Α καίγομαι, φλέγομαι από φθόνο, έχω αγωνία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρύγω / φρύγομαι «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek